- οφιώδης
- ὀφιώδης, -ῶδες (ΑΜ, Α και ὀφεώδης, -ῶδες) [όφις]αυτός που μοιάζει με φίδι, οφιοειδής («τὴν λεγομένην ὀφιώδη φλέβα», Ιππιατρ.)αρχ.ο γεμάτος φίδια («ὀφιώδης νῆσος», Στράβ.).επίρρ...ὀφεωδῶς (Α)με οφεώδη τρόπο, σαν φίδι.
Dictionary of Greek. 2013.